παρεγκόπτω

παρεγκόπτω
παρεγ-κόπτω,
A intercept, stop, τὸ πνεῦμα v. l. in Plu.2.130b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεγκόπτω — ΜΑ 1. παρεμποδίζω, διακόπτω 2. παρεμβάλλω εμπόδια μσν. περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκοπή — ἡ, Α [παρεγκόπτω] παρεμβολή, διέλευση («ὡρῶν καὶ ἡμερῶν παρεγκοπαῑς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”